- αρωματοποιός
- ο, ηο παρασκευαστής αρωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρωματοποιός, ο — αρωματοποιός, ο, η ο κατασκευαστής αρωμάτων (τεχνίτης ή βιομήχανος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αλειφαζόος — ἀλειφαζόος και ἀλειφοζόος, ο (στη Μυκην.) η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο ως επαγγελματικό όνομα, που σημαίνει «μυροποιός», «αρωματοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλειφα* «μύρο» + *ζόος, αμάρτυρος τ. του ρ. ζέω (= βράζω)] … Dictionary of Greek
αρωματοποιία — η η κατασκευή αρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] … Dictionary of Greek
μυροποιητής — μυροποιητής, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ποιητής, μέσω αμάρτυρου ρ. *μυροποιῶ] … Dictionary of Greek
μυροποιός — ο (Α μυροποιός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός, ο μυρεψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ποιός*] … Dictionary of Greek
πλαγγόνιον — τὸ, Α [Πλαγγών] είδος μύρου το οποίο ονομάστηκε έτσι από το όνομα τού εφευρέτη του που ήταν ο αρωματοποιός Πλάγγων ή Πλαγγών, ή, κατ άλλους, μια εταίρα, η Πλαγγών … Dictionary of Greek
Αμάρακος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Κίναρου, θεού της Κύπρου, αδελφός του Κουρίου. Ήταν φημισμένος αρωματοποιός. Σύμφωνα με την παράδοση, κάποτε μετέφερε αλάβαστρο που περιείχε ένα από τα καλύτερα μυρωδικά του· του έπεσε όμως από τα χέρια και έσπασε·… … Dictionary of Greek